Στο πέρασμα των αιώνων ο χρυσός θεωρούνταν πάντοτε η άγκυρα του οικονομικού συστήματος. Ο χρυσός ήταν –και είναι– «χρήμα». Σχετικά πρόσφατα άρχισε να θεωρείται asset class (επενδυτική επιλογή) από μόνος του.

Η αξία και το κύρος του χρυσού ως μορφής πλούτου χρονολογούνται εδώ και εκατονταετίες. Ήταν μια από τις πρώτες μορφές συναλλαγών και θεμέλιος λίθος των αυτοκρατοριών. Στη σύγχρονη εποχή των οικονομικών αγορών, η αξία του προέρχεται από την ασφάλεια και από την περιορισμένη διαθεσιμότητά του, αφού, σε
αντίθεση με ότι συμβαίνει με τα χαρτονομίσματα, οι Κεντρικές Τράπεζες δεν μπορούν να αυξήσουν τη διάθεση χρυσού κατά βούληση.  Δεν είναι κάτι που εκτυπώνεται.

Σήμερα, στο πλαίσιο ενός επενδυτικού χαρτοφυλακίου, η τοποθέτηση ενός μέρους των κεφαλαίων μας σε χρυσό μπορεί όχι μόνο να αυξήσει τα έσοδα της συνολικής επένδυσης, αλλά και να λειτουργήσει ως προστατευτικό μέγεθός της απέναντι στον πληθωρισμό. Σε καιρούς αποδιοργάνωσης, οι άνθρωποι στρέφονται πάντα σε ότι θεωρούν πιο σταθερό και σταθερή θεωρούν την αξία του χρυσού εδώ και αιώνες.

Όταν η επόμενη φούσκα σκάσει (που μπορεί να είναι εκείνη των απανταχού ομολόγων) και ειδικά όταν αρχίσει η πτώση των Χρηματιστηρίων, οι διαχειριστές κεφαλαίων και οι επενδυτές θα αναζητήσουν καταφύγιο στο χρυσό και αποτέλεσμα της αύξησης στη ζήτησή του θα είναι η σημαντική αύξηση και στην τιμή του.

Παρόλο που η τιμή του αυξάνεται διαρκώς, φτάνοντας σε ύψη ρεκόρ, ο χρυσός αποτελεί επένδυση με εξαιρετικά μικρή κατανομή: το 1980 αποτελούσε το 2,5% των παγκόσμιων επενδύσεων-αποθεματικών, σήμερα το ποσοστό αυτό μόλις που υπερβαίνει το 0,50%.

Αφού όμως οι άνθρωποι επενδύουν σε χρυσό πολύ λιγότερο από ότι πριν από τριάντα χρόνια, σε τι οφείλεται η διαρκής αύξηση της τιμής του;

Εκτός από τη χρηματοπιστωτική αναστάτωση του 2008 και τους φόβους για νέες επενδύσεις που κυριάρχησαν στις αγορές το 2009 και το 2010, η απάντηση βρίσκεται στη δραστηριότητα των Κεντρικών Τραπεζών. Τα τελευταία χρόνια, αύξησαν τα αποθέματά τους σε χρυσό ως ισοσταθμιστικό κεφάλαιο απέναντι στους επισφαλείς κλυδωνισμούς του σύγχρονου νομισματικού συστήματος. Συμπέρασμα: Με τις Κεντρικές Τράπεζες να αυξάνουν τα αποθέματά τους και με την άνοδο των αναδυομένων αγορών (και την έλξη τους για περισσότερο χρυσό, συμπεριλαμβανομένων των κοσμημάτων), οι μελλοντικοί τριγμοί της παγκόσμιας οικονομίας θα ωθήσουν τον κόσμο σε πιο «χειροπιαστές-απτές» επενδύσεις. Η αξία του χρυσού δεν μπορεί παρά να αυξηθεί. Και ο λόγος γι’ αυτό θα είναι η σχέση της διαρκώς αυξανόμενης ανάγκης για ασφάλεια με τη διαρκώς μειούμενη διάθεση αποθεμάτων του πολύτιμου αυτού μετάλλου.

Χρησιμοποιώντας την ειρωνική φράση του Τζον Μέιναρντ Κέινς, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι «ο χρυσός δεν τρώγεται», άρα είναι αναπόφευκτο ίσως κάποια στιγμή η τιμή του να πέσει, ή ακόμη ότι ο χρυσός δεν πληρώνει μερίσματα. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι βρώσιμο είδος, το γεγονός όμως ότι η αβεβαιότητα και το χάος στις αγορές θα τελειώσουν μια μέρα, δεν σημαίνει ότι είναι υπερεκτιμημένος. Ο χρυσός, ακριβώς όπως ένα ζεστό πανωφόρι, είναι περισσότερο πολύτιμος στη διάρκεια μιας χειμωνιάτικης θύελλας, παρά τους ζεστούς μήνες της καλοκαιρίας.

Για να αποτιμήσουμε την αξία του, θα πρέπει να κοιτάξουμε στο παγκόσμιο οικονομικό τοπίο, όπως αυτό διαμορφώνεται μακροπρόθεσμα. Όσο κι αν η αξία του μπορεί να παρουσιάζει κάποια μεταβλητότητα, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι επενδυτές δεν θα πρέπει να προσπαθήσουν να προστατευτούν από το αβέβαιο μέλλον.

Αν κάποιος είχε επενδύσει σε χρυσό πριν από δέκα χρόνια, σήμερα θα ήταν σε πολύ πλεονεκτικότερη θέση απ’ ότι αν είχε επενδύσει σε «χαρτιά», όπως μετοχές ή άλλους τίτλους που θα μπορούσαν να αντανακλούν το παθητικό και την υποχρέωση κάποιου τρίτου.

Ωδή λοιπόν στις επενδύσεις που δεν αποτελούν υποχρεώσεις τρίτων…

print